οὐλομελίη

οὐλομελίη
οὐλο-μελίη, , [dialect] Ion. for ὁλομέλεια,
A wholeness of limbs: hence, the general nature of a thing,

περὶ ἀδένων οὐλομελίης Hp.Art.11

, Gland. 1 and 7, also cited by Gal.UP1.8: dat. οὐλομελίῃ, as Adv., = καθόλου, upon the whole, Hsch.; so κατὰ οὐλομελίην, opp. κατὰ μέρος, Hp.Alim. 23.—In Arist.Metaph.1093b4, codd. have τῇ οὐλομελείᾳ τοῦ οὐρανοῦ (leg. ὁλομελείᾳ, as in Theol.Ar.36), to the whole celestial system.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ουλομελίη — οὐλομελίη, ἡ (Α) 1. η ολομέλια*, η αρτιμέλεια, η ολότητα τών μελών και, κατ επέκτ., η γενική φύση ενός πράγματος 2. (η δοτ. ως επίρρ.) οὐλομελίῃ (κατά τον Ησύχ.) «καθόλου, συλλήβδην» 3. φρ. «κατὰ οὐλομελίην» γενικώς, συνολικώς …   Dictionary of Greek

  • οὐλομελίῃ — οὐλομελίη wholeness of limbs fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομελίην — οὐλομελίη wholeness of limbs fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομελίης — οὐλομελίη wholeness of limbs fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολομέλεια — η (ΑΜ ὁλομέλεια, Α ιων. τ. oὐλομέλεια και οὐλομελίη) [ολομελής] η ύπαρξη όλων τών μελών, το να είναι κάτι άρτιο, η αρτιμέλεια νεοελλ. 1. το σύνολο τών μελών συνεδριάζοντος σώματος («η ολομέλεια τής βουλής») 2. σύνοδος κεντρικού διευθύνοντος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”